- προεισέρχομαι
- προεισ-έρχομαι,A come or go in before, D.28.14, D.S.16.94;
τὸ προεισεληλυθὸς πνεῦμα Antyll.
ap. Orib.6.10.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ προεισεληλυθὸς πνεῦμα Antyll.
ap. Orib.6.10.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεισέρχομαι — Α εισέρχομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεισελθόν — προεισέρχομαι come aor part act masc voc sg προεισελθόν , προεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισελθόντα — προεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προεισελθόντα , προεισέρχομαι come aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισῆλθε — προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg προεισῆλθε , προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισῆλθεν — προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg προεισῆλθεν , προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισδύνω — Μ προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσδύνω, άλλος τ. τού εἰσδύω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… … Dictionary of Greek
προεισπορεύομαι — Α προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προεισεληλυθός — προεισέρχομαι come perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισεληλυθότος — προεισέρχομαι come perf part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισεληλυθότων — προεισέρχομαι come perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)